μυριστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυριστικός, ή, όν, Μ ουδ. και μεριστικόν) [μυρίζω] 1. αυτός που αναδίδει μύρο, άρωμα, αρωματικός, ευωδιαστός, μυρωδάτος («καλείς εις το μυριστικό πανηγύρι», Σολωμ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυριστικά αρωματώδη φυτικά προϊόντα,… … Dictionary of Greek
μυριστικά — μυριστικός fragrant neut nom/voc/acc pl μυριστικά̱ , μυριστικός fragrant fem nom/voc/acc dual μυριστικά̱ , μυριστικός fragrant fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυριστικῶν — μυριστικός fragrant fem gen pl μυριστικός fragrant masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυριστικόν — μυριστικός fragrant masc acc sg μυριστικός fragrant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαλιστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί την επιθυμία, την όρεξη («φαΐ γαργαλιστικό») 2. ο δελεαστικός («προτάσεις γαργαλιστικές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαργαλίζω (πρβλ. μυρίζω μυριστικός)] … Dictionary of Greek
μυριστική — η βοτ. γένος αειθαλών φυτών τών τροπικών χωρών, τής οικογένειας τών μυριστικιδών, από ένα είδος τού οποίου παράγεται το μοσχοκάρυδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myristica < μυριστική, θηλ. τού μυριστικός*] … Dictionary of Greek